κατοικίδιος ADJ

Count: 38

ShortDef

living in

Dictionaries

LSJ (κατοικίδιος)
Middle Liddell (κατοικίδιος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατοικίδιος (NOUN) 16
κατοικιδίος (NOUN) 1
κατοικιδίος (ADJ) 1

Form List

form parse count
κατοικίδιος NOM.SG MASC 6
κατοικίδιός NOM.SG MASC 1
κατοικίδιοϲ NOM.SG MASC 1
κατοικίδιοι NOM.PL MASC 6
κατοικίδιοί NOM.PL MASC 1
κατοικιδίους ACC.PL MASC 4
κατοικιδίουϲ ACC.PL MASC 1
κατοικιδίων GEN.PL MASC 2
κατοικιδίοις DAT.PL MASC 2
κατοικίδιος NOM.SG FEM 1
κατοικίδιοι NOM.PL FEM 2
κατοικιδίους ACC.PL FEM 3
κατοικιδίων GEN.PL FEM 1
κατοικιδίοις DAT.PL FEM 1
κατοικίδια NOM.PL NEUT 2
κατοικίδια ACC.PL NEUT 1
κατοικιδίων GEN.PL NEUT 2
κατοικιδίοις DAT.PL NEUT 1