διαγωνίζομαι ADV

Count: 6

ShortDef

to contend, struggle

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαγωνίζομαι)
LSJ (διαγωνίζομαι)
Anabasis Mather (διαγωνίζομαι)
Lexicon Thucydideum (διαγωνίζομαι)
Middle Liddell (διαγωνίζομαι)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαγωνίζομαι (VERB) 418
διαγωνίζομαι (ADJ) 34
διαγωνίζομαι (NOUN) 13

Form List

form parse count
διαγωνίως INDECL 6