γαργαλισμός NOUN

Count: 41

ShortDef

tickling

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γαργαλισμός)
LSJ (γαργαλισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

γαργαλισμός (VERB) 1
γαργαλισμός (ADJ) 1

Form List

form parse count
γαργαλισμὸς NOM.SG MASC 6
γαργαλιϲμόϲ NOM.SG MASC 1
Γαργαλιϲμόϲ NOM.SG MASC 1
γαργαλισμός NOM.SG MASC 1
γαργαλισμὸν ACC.SG MASC 2
γαργαλισμόν ACC.SG MASC 1
γαργαλισμοῦ GEN.SG MASC 6
γαργαλισμῷ DAT.SG MASC 3
γαργαλισμοὶ NOM.PL MASC 4
γαργαλισμοὺς ACC.PL MASC 6
γαργαλισμούς ACC.PL MASC 1
γαργαλισμῶν GEN.PL MASC 6
γαργαλισμοῖς DAT.PL MASC 3