μητροκτόνος ADJ

Count: 28

ShortDef

killing one's mother, matricidal

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μητροκτόνος)
LSJ (μητροκτόνος)
Middle Liddell (μητροκτόνος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μητροκτόνος (NOUN) 14
μητροκτόνος (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 4
ACC 8
GEN 3
DAT 2
VOC
TOTAL 15 [] 2  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC
GEN 2
DAT
VOC
TOTAL 3 [] 1  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC 2
GEN 2
DAT
VOC
TOTAL 7 [] []  

Form List

form parse count
μητροκτόνος NOM.SG MASC 3
μητροκτόνον ACC.SG MASC 7
μητροκτόνου GEN.SG MASC 2
ματροκτόνου GEN.SG MASC 1
μητροκτόνῳ DAT.SG MASC 1
μητροφόνῳ DAT.SG MASC 1
μητροφόνοι NOM.PL MASC 1
μητροκτόνους ACC.PL MASC 1
μητροκτόνος NOM.SG FEM 2
μητροκτόνος GEN.SG FEM 1
μητροκτόνων GEN.PL FEM 1
μητροκτόνον NOM.SG NEUT 2
ματροκτόνον NOM.SG NEUT 1
μητροκτόνον ACC.SG NEUT 1
ματροκτόνον ACC.SG NEUT 1
μητροκτόνου GEN.SG NEUT 2