σύμμετρος NOUN

Count: 77

ShortDef

commensurate with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σύμμετρος)
LSJ (σύμμετρος)
Middle Liddell (σύμμετρος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

σύμμετρος (ADV) 402
σύμμετρος (ADJ) 2,712
σύμμετρος (VERB) 2
σύμμετρός (NOUN) 1

Form List

form parse count
σύμμετρός NOM.SG MASC 4
σύμμετρος NOM.SG MASC 3
ξυμμέτρως NOM.SG MASC 1
Δσύμμετρός NOM.SG MASC 1
σύμμετρον ACC.SG MASC 2
ϲυμμέτρου GEN.SG MASC 3
ξυμμέτρου GEN.SG MASC 1
ϲυμμέτρωϲ GEN.SG MASC 1
συμμέτρου GEN.SG MASC 1
ΕΔσύμμετροί NOM.PL MASC 1
ϲυμμέτρουϲ ACC.PL MASC 1
ϲυμμέτρων GEN.PL MASC 1
ξυμμετρία NOM.SG FEM 3
cδιάμετρός NOM.SG FEM 1
ξυμμετρίαν ACC.SG FEM 4
<συμμετρίαν ACC.SG FEM 1
ξυμμετρίας GEN.SG FEM 6
ϲυμμέτρωϲ GEN.SG FEM 4
ξυμμέτρως GEN.SG FEM 2
ξυμμέτρου GEN.SG FEM 1
ϲυμμετρίᾳ DAT.SG FEM 2
σύμμετροι NOM.PL FEM 1
ξυμμετρίας ACC.PL FEM 3
ϲυμμέτρωϲ ACC.PL FEM 1
σύμμετρόν NOM.SG NEUT 7
σύμμετρον NOM.SG NEUT 6
σύμμετρον ACC.SG NEUT 7
ξύμμετρον ACC.SG NEUT 1
Σύμμετρον ACC.SG NEUT 1
ϲυμμέτρου GEN.SG NEUT 1
ξυμμέτρου GEN.SG NEUT 1
ϲυμμέτρῳ DAT.SG NEUT 1
σύμμετρα NOM.PL NEUT 1
ΕΔσύμμετρά NOM.PL NEUT 1
ϲυμμέτρων GEN.PL NEUT 1