στεφανηφόρος ADJ

Count: 30

ShortDef

wearing a crown

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στεφανηφόρος)
LSJ (στεφανηφόρος)
Middle Liddell (στεφανηφόρος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στεφανηφόρος (NOUN) 4

Form List

form parse count
στεφανηφόρος NOM.SG MASC 4
Στεφανηφόροϲ NOM.SG MASC 2
Στεφανηφόρος NOM.SG MASC 1
στεφανηφόρον ACC.SG MASC 1
στεφανηφόρε VOC.SG MASC 1
στεφανηφόροι NOM.PL MASC 1
στεφανηφόρους ACC.PL MASC 7
στεφανηφόρων GEN.PL MASC 1
στεφανηφόροις DAT.PL MASC 1
στεφανηφόρος NOM.SG FEM 2
στεφανηφόρον ACC.SG FEM 3
στεφανηφόρῳ DAT.SG FEM 1
στεφανηφόρε VOC.SG FEM 1
στεφανηφόροι NOM.PL FEM 2
στεφανηφόροις DAT.PL FEM 1
στεφανηφόρον ACC.SG NEUT 1