αποστολος NOUN
Count: 10
ShortDef
No short def.
Dictionaries
No dictionary entries.
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀπόστολος
(NOUN)
4,538
ἀπόστολος
(ADJ)
956
ἀπόστολος
(VERB)
10
ἁπόστολος
(NOUN)
8
ἀποστολός
(NOUN)
3
ἀποστολος
(NOUN)
8
ἄποστολος
(NOUN)
1
ἀπὀστολος
(NOUN)
1
ἁπόστολος
(ADJ)
1
ἀπόστολος
(ART)
1
απόστολος
(NOUN)
1
̓αποστόλος
(NOUN)
1