διαιτητικός ADJ

Count: 58

ShortDef

of or for diet; critical (discussion)

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαιτητικός)
LSJ (διαιτητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαιτητικός (NOUN) 4

Form List

form parse count
διαιτητικὸς NOM.SG MASC 2
διαιτητικός NOM.SG MASC 1
δικαϲτικὸν ACC.SG MASC 1
διαιτητικοὺς ACC.PL MASC 1
δικαϲτικοί VOC.PL MASC 1
διαιτητική NOM.SG FEM 4
διαιτητικὴ NOM.SG FEM 3
δικαϲτικὴ NOM.SG FEM 1
διαιτητικὴν ACC.SG FEM 4
διαιτητικήν ACC.SG FEM 3
διαιτητικῆς GEN.SG FEM 7
διαιτητικῇ DAT.SG FEM 1
διαιτητικὸν NOM.SG NEUT 5
διαιτητικόν NOM.SG NEUT 3
δικαϲτικὸν NOM.SG NEUT 1
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΝ NOM.SG NEUT 1
διαιτητικὸν ACC.SG NEUT 8
δικαϲτικὸν ACC.SG NEUT 2
διαιτητικοῦ GEN.SG NEUT 4
διαιτητικῷ DAT.SG NEUT 2
δικαϲτικὰ ACC.PL NEUT 1
δικαϲτικά ACC.PL NEUT 1
διαιτητικῶν GEN.PL NEUT 1