μισθαποδότης NOUN

Count: 11

ShortDef

one who pays wages, a rewarder

Dictionaries

LSJ (μισθαποδότης)
Middle Liddell (μισθαποδότης)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 9
ACC 1
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 11 [] []  

Form List

form parse count
μισθαποδότης NOM.SG MASC 8
μισθαποδότηςμου NOM.SG MASC 1
μισθαποδότην ACC.SG MASC 1
μισθαποδότου GEN.SG MASC 1