ἐπίπλαστος ADV

Count: 9

ShortDef

plastered over; fake

Dictionaries

LSJ (ἐπίπλαστος)
Middle Liddell (ἐπίπλαστος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐπιπλάστος (ADJ) 23
ἐπίπλαστος (ADJ) 53
ἐπίπλαστος (VERB) 1
ἐπίπλαστος (NOUN) 2
ἐπιπλαστός (ADJ) 1

Form List

form parse count
ἐπιπλάστως INDECL 8
επιπλάστως INDECL 1