δυσπραξία NOUN

Count: 33

ShortDef

ill success, ill luck

Dictionaries

LSJ (δυσπραξία)
Middle Liddell (δυσπραξία)

Form List

form parse count
δυσπραξία NOM.SG FEM 4
δυσπραξίαν ACC.SG FEM 3
δυσπραξίας GEN.SG FEM 8
δυσπραξίᾳ DAT.SG FEM 4
δυσπραξίαι NOM.PL FEM 2
δυσπραξίας ACC.PL FEM 4
δυϲπραξίαϲ ACC.PL FEM 1
δυσπραξίαις DAT.PL FEM 3
δυϲπραξίαιϲ DAT.PL FEM 2
δυςπραξίαις DAT.PL FEM 1
θεομηνίαις DAT.PL FEM 1