συνοδοιπόρος NOUN

Count: 22

ShortDef

a fellow-traveller

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνοδοιπόρος)
LSJ (συνοδοιπόρος)
Middle Liddell (συνοδοιπόρος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συνοδοιπόρος (ADJ) 4
συνοδοιπόρος (VERB) 3

Form List

form parse count
συνοδοιπόρος NOM.SG MASC 8
συνοδοπόρος NOM.SG MASC 1
συνοδοιπόρον ACC.SG MASC 7
συνοδοιπόρου GEN.SG MASC 1
συνοπαδοὺς ACC.PL MASC 1
συνοδοιπόρων GEN.PL MASC 2
ξυνοδοιπόρων GEN.PL MASC 1
συνοδοιπόροις DAT.PL MASC 1