ἐκκλησιαστικός ADV
Count: 10
ShortDef
of or for the ἐκκλησία, assembly
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ἐκκλησιαστικός)
LSJ (ἐκκλησιαστικός)
Middle Liddell (ἐκκλησιαστικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἐκκλησιαστικός
(ADJ)
583
ἐκκλησιαστικος
(ADJ)
8
εκκλησιαστικός
(ADJ)
4
εκκλησιαστικός
(NOUN)
2
ἐκκλησιαστικός
(NOUN)
3
ἐκκλησιαστικός
(VERB)
1
Form List
| form | parse | count |
|---|---|---|
| ἐκκλησιαστικῶς | INDECL | 8 |
| ἐκκλησιαστικῇ | INDECL | 1 |
| ἐκκλησιαστικὸν | INDECL | 1 |