κυνοκέφαλος NOUN

Count: 29

ShortDef

dog-headed

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κυνοκέφαλος)
LSJ (κυνοκέφαλος)
Middle Liddell (κυνοκέφαλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κυνόκεφαλος (NOUN) 16
κυνόκεφαλος (ADJ) 4
κυνοκέφαλος (ADJ) 2

Form List

form parse count
κυνοκέφαλος NOM.SG MASC 5
Κυνοκέφαλος NOM.SG MASC 1
Κυνοκέφαλοϲ NOM.SG MASC 1
κυνοκέφαλον ACC.SG MASC 6
κυνοκέφαλοι NOM.PL MASC 9
κυνοκέφαλοί NOM.PL MASC 1
κυνοκεφάλων GEN.PL MASC 4
Κυνοκεφάλων GEN.PL MASC 2