διαψήφισις NOUN

Count: 23

ShortDef

a voting by ballot

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαψήφισις)
LSJ (διαψήφισις)
Middle Liddell (διαψήφισις)

Form List

form parse count
διαψήφισις NOM.SG FEM 1
διαψήφισιν ACC.SG FEM 9
διαψηφίσεως GEN.SG FEM 1
διαψηφίσει DAT.SG FEM 2
διαψηφίσεις NOM.PL FEM 3
διαψηφίσεις ACC.PL FEM 2
διαψηφίσεων GEN.PL FEM 4
διαψηφίσεσι DAT.PL FEM 1