δραματουργία NOUN

Count: 28

ShortDef

dramatic work, a drama

Dictionaries

LSJ (δραματουργία)
Middle Liddell (δραματουργία)

Form List

form parse count
δραματουργία NOM.SG FEM 6
τραγικολογία NOM.SG FEM 1
δραματουργίαν ACC.SG FEM 9
δραματουργίας GEN.SG FEM 8
δραματουργίᾳ DAT.SG FEM 3
δραματουργίαις DAT.PL FEM 1