κωμῳδοποιός NOUN

Count: 26

ShortDef

a maker of comedies, comic poet

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κωμῳδοποιός)
LSJ (κωμῳδοποιός)
Middle Liddell (κωμῳδοποιός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κωμῳδοποιός (ADJ) 3
κωμωδοποιός (NOUN) 1

Form List

form parse count
κωμῳδοποιὸς NOM.SG MASC 3
κωμῳδοποιητὴϲ NOM.SG MASC 1
κωμῳδοποιός NOM.SG MASC 1
κωμῳδοποιητὴς NOM.SG MASC 1
κωμῳδοποιὸν ACC.SG MASC 2
κωμῳδοποιοῦ GEN.SG MASC 3
κωμῳδοποιοὶ NOM.PL MASC 10
κωμῳδοποιοί NOM.PL MASC 1
κωμῳδοποιῶν GEN.PL MASC 3
κωμῳδοποιοῖς DAT.PL MASC 1