ἑλικοειδής ADJ

Count: 47

ShortDef

of winding

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἑλικοειδής)
LSJ (ἑλικοειδής)
Middle Liddell (ἑλικοειδής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἑλικοειδής (ADV) 11
ἑλικοειδής (NOUN) 1
ἐλικοειδής (ADJ) 1
ἑλικοειδὴς (ADJ) 2

Form List

form parse count
ἑλικοειδὴς NOM.SG MASC 1
ἑλικοειδής NOM.SG MASC 1
ἑλικοειδήϲ NOM.SG MASC 1
ἑλικοειδῆ ACC.SG MASC 2
ἑλικοειδεῖς NOM.PL MASC 1
ἑλικοειδεῖς ACC.PL MASC 2
ἑλικοειδεῖϲ ACC.PL MASC 1
ἑλικοειδὴς NOM.SG FEM 2
ἑλικοειδής NOM.SG FEM 1
ἑλικοειδῆ ACC.SG FEM 10
ἑλικοειδοῦς GEN.SG FEM 2
ἑλικοειδέες NOM.PL FEM 1
ἑλικοειδεῖς ACC.PL FEM 3
ἑλικοειδές NOM.SG NEUT 2
ἑλικοειδὲϲ NOM.SG NEUT 1
ἑλικοειδές ACC.SG NEUT 3
ἑλικοειδῆ ACC.PL NEUT 10
ἑλικοειδῶν GEN.PL NEUT 1
ἑλικοειδέσιν DAT.PL NEUT 1
ἑλικοειδέσι DAT.PL NEUT 1