ἀπερίληπτος ADJ

Count: 64

ShortDef

uncircumscribed

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπερίληπτος)
LSJ (ἀπερίληπτος)
Middle Liddell (ἀπερίληπτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπερίληπτος (VERB) 1
απερίληπτος (ADJ) 1
ἀπερίληπτος (ADV) 1

Form List

form parse count
ἀπερίληπτος NOM.SG MASC 2
ἀπερίληπτοϲ NOM.SG MASC 1
ἀπερίληπτον ACC.SG MASC 5
ἀπερῖληπτον ACC.SG MASC 1
ἀπεριλήπτῳ DAT.SG MASC 1
ἀπερίληπτοι NOM.PL MASC 8
ἀπεριλήπτους ACC.PL MASC 2
ἀπερίληπτος NOM.SG FEM 7
ἀπερίληπτός NOM.SG FEM 1
ἀπερίληπτον ACC.SG FEM 6
ἀπεριλήπτου GEN.SG FEM 1
ἀπεριλήπτῳ DAT.SG FEM 1
ἀπερίληπτοι NOM.PL FEM 3
ἀπερίληπτοί NOM.PL FEM 1
ἀπεριλήπτους ACC.PL FEM 1
ἀπερίληπτον NOM.SG NEUT 10
ἀπερίληπτόν NOM.SG NEUT 1
ἀπερίληπτον ACC.SG NEUT 8
ἀπεριλήπτου GEN.SG NEUT 1
ἀπεριλήπτῳ DAT.SG NEUT 1
ἀπεριλήπτων GEN.PL NEUT 1
ἀπεριλήπτοις DAT.PL NEUT 1