μαγειρικός ADJ

Count: 88

ShortDef

fit for a cook

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μαγειρικός)
LSJ (μαγειρικός)
Middle Liddell (μαγειρικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μαγειρικός (ADV) 4
μαγειρικός (NOUN) 4

Form List

form parse count
μαγειρικὸϲ NOM.SG MASC 1
μαγειρικοῦ GEN.SG MASC 3
μαγειρικοὶ NOM.PL MASC 2
μαγειρικοί VOC.PL MASC 1
μαγειρικὴ NOM.SG FEM 9
μαγειρική NOM.SG FEM 4
μαγειρικὴν ACC.SG FEM 10
μαγειρικήν ACC.SG FEM 4
μαγειρικῆς GEN.SG FEM 10
μαγειρικῇ DAT.SG FEM 8
μαγειρικαὶ NOM.PL FEM 1
μαγειρικαί NOM.PL FEM 1
μαγειρικὰς ACC.PL FEM 2
μαγειρικὰ ACC.PL FEM 1
μαγειρικὰϲ ACC.PL FEM 1
μαγειρικῶν GEN.PL FEM 1
μαγειρικαῖς DAT.PL FEM 4
μαγειρικόν NOM.SG NEUT 5
μαγειρικὸν NOM.SG NEUT 1
μαγειρικὸν ACC.SG NEUT 5
μαγειρικόν ACC.SG NEUT 1
μαγειρικοῦ GEN.SG NEUT 2
μαγειρικὰ NOM.PL NEUT 2
μαγειρικὰ ACC.PL NEUT 2
μαγειρικῶν GEN.PL NEUT 2
Μαγειρικῶν GEN.PL NEUT 1
μαγειρικοῖς DAT.PL NEUT 4