γελωτοποιός ADJ

Count: 54

ShortDef

exciting laughter

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γελωτοποιός)
LSJ (γελωτοποιός)
Middle Liddell (γελωτοποιός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

γελωτοποιός (VERB) 11
γελωτοποιός (NOUN) 15

Form List

form parse count
γελωτοποιός NOM.SG MASC 10
γελωτοποιὸς NOM.SG MASC 9
γελωτοποιόϲ NOM.SG MASC 1
γελωτοποιὸϲ NOM.SG MASC 1
γελωτοποιὸν ACC.SG MASC 3
γελωτοποιόν ACC.SG MASC 2
γελωτοποιοῦ GEN.SG MASC 3
γελωτοποιῷ DAT.SG MASC 2
γελωτοποιότερε VOC.SG MASC 1
γελωτοποιοὶ NOM.PL MASC 4
γελωτοποιοί NOM.PL MASC 2
γελωτοποιοὺς ACC.PL MASC 3
γελωτοποιούς ACC.PL MASC 2
γελωτοποιῶν GEN.PL MASC 2
γελωτοποιοῖς DAT.PL MASC 3
γελωτοποιοῦ GEN.SG FEM 1
γελωτοποιέ VOC.SG FEM 1
γελωτοποιῶν GEN.PL FEM 1
γελωτοποιοῖς DAT.PL FEM 1
γελωτοποιόν ACC.SG NEUT 1
γελωτοποιῷ DAT.SG NEUT 1