προσκυνητής NOUN

Count: 38

ShortDef

a worshipper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προσκυνητής)
LSJ (προσκυνητής)
Middle Liddell (προσκυνητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

προσκυνητής (VERB) 2

Form List

form parse count
προσκυνητὴς NOM.SG MASC 5
προσκυνητής NOM.SG MASC 2
προσκυνηταί NOM.PL MASC 7
προσκυνητὰς ACC.PL MASC 11
προσκυνητάς ACC.PL MASC 5
προσκυνηταῖς DAT.PL MASC 7
προσκυνηταί VOC.PL MASC 1