δικαιαρχία NOUN

Count: 36

ShortDef

No short def.

Dictionaries

LSJ (δικαιαρχία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δικαιαρχία (ADJ) 1
δικαιάρχια (NOUN) 1
Δικαιαρχία (NOUN) 1
δικαιαρχία (NOUN) 1

Form List

form parse count
Δικαιαρχία NOM.SG FEM 1
Δικαιαρχίαν ACC.SG FEM 5
Δικαιαρχείας GEN.SG FEM 11
Δικαιαρχίας GEN.SG FEM 4
Δικαιαρχείαϲ GEN.SG FEM 1
Δικαιαρχείᾳ DAT.SG FEM 8
Δικαιαρχίᾳ DAT.SG FEM 6