περιορισμός NOUN

Count: 34

ShortDef

a limitation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιορισμός)
LSJ (περιορισμός)
Middle Liddell (περιορισμός)

Form List

form parse count
περιορισμὸς NOM.SG MASC 8
περιορισμός NOM.SG MASC 1
Περιοριϲμόϲ NOM.SG MASC 1
περιορισμὸν ACC.SG MASC 7
περιορισμοῦ GEN.SG MASC 1
περιορισμοὶ NOM.PL MASC 1
περιοριϲμοὶ NOM.PL MASC 1
περιορισμοὺς ACC.PL MASC 11
περιορισμούς ACC.PL MASC 2
περιορισμῶν GEN.PL MASC 1