δορίκτητος ADJ

Count: 53

ShortDef

won by the spear

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δορίκτητος)
LSJ (δορίκτητος)
Middle Liddell (δορίκτητος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δορίκτητος (NOUN) 6

Form List

form parse count
δορίκτητοϲ NOM.SG MASC 1
δορίκτητος NOM.SG MASC 1
δορικτήτου GEN.SG MASC 2
δορικτήτοιο GEN.SG MASC 1
δορικτήτῳ DAT.SG MASC 1
δορικτήτους ACC.PL MASC 2
δορικτήτων GEN.PL MASC 7
δορίκτήτων GEN.PL MASC 1
δορικτήτοις DAT.PL MASC 1
δορικτήτοισι DAT.PL MASC 1
δορίκτητος NOM.SG FEM 3
δορίκτητον ACC.SG FEM 11
δορικτήτου GEN.SG FEM 6
δορικτήτοιο GEN.SG FEM 1
δορίκτητοι NOM.PL FEM 1
δορικτήτους ACC.PL FEM 1
δορικτήτων GEN.PL FEM 1
δορικτήτοις DAT.PL FEM 1
δορίκτητον ACC.SG NEUT 1
δορίκτητα ACC.PL NEUT 3
δορικτήτων GEN.PL NEUT 6