αἰγόκερως ADV
Count: 15
ShortDef
goat-horned, (subst.) Capricorn
Dictionaries
LSJ (αἰγόκερως)
Middle Liddell (αἰγόκερως)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
αἰγόκερως
(NOUN)
403
αἰγόκερως
(ADJ)
77
αἰγοκερώς
(NOUN)
19
αίγόκερως
(NOUN)
20
αἰγοκέρως
(ADJ)
3
αἰγοκέρως
(NOUN)
9
αίγοκέρως
(NOUN)
3
ἀιγόκερως
(NOUN)
2
αἰγοκέρως
(ADV)
2
ἀίγοκερως
(NOUN)
1
αἱγοκέρως
(NOUN)
1
αἴγοκερως
(NOUN)
1