συμφοιτητής NOUN

Count: 56

ShortDef

a school-fellow

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμφοιτητής)
LSJ (συμφοιτητής)
Middle Liddell (συμφοιτητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμφοιτητής (VERB) 1

Form List

form parse count
συμφοιτητὴς NOM.SG MASC 11
συμφοιτητής NOM.SG MASC 5
ϲυμφοιτητήϲ NOM.SG MASC 1
ϲυμφοιτητὴϲ NOM.SG MASC 1
συμφοιτητήν ACC.SG MASC 4
συμφοιτητὴν ACC.SG MASC 3
συμφοιτητοῦ GEN.SG MASC 1
συμφοιτητῇ DAT.SG MASC 3
συμφοιτηταὶ NOM.PL MASC 3
συμφοιτηταί NOM.PL MASC 2
συμφοιτητὰς ACC.PL MASC 3
συμφοιτητῶν GEN.PL MASC 12
συμφοιτηταῖς DAT.PL MASC 7