μετρητικός ADJ

Count: 75

ShortDef

skilled in measuring

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετρητικός)
LSJ (μετρητικός)
Middle Liddell (μετρητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μετρητικός (NOUN) 2

Form List

form parse count
μετρητικός NOM.SG MASC 12
μετρητικὸς NOM.SG MASC 11
μετρητικὸν ACC.SG MASC 5
μετρητικόν ACC.SG MASC 2
μετρητινκὸν ACC.SG MASC 1
μετρητικοῦ GEN.SG MASC 1
μετρητικοὶ NOM.PL MASC 1
μετρητικούς ACC.PL MASC 2
μετρητικοὺς ACC.PL MASC 1
μετρητικῶν GEN.PL MASC 1
μετρητικὴ NOM.SG FEM 7
μετρητική NOM.SG FEM 3
μετρητικός NOM.SG FEM 1
μετρητικὴν ACC.SG FEM 3
μετρητικήν ACC.SG FEM 3
μετρητικῆς GEN.SG FEM 4
μετρητικαὶ NOM.PL FEM 2
μετρητικάς ACC.PL FEM 1
μετρητικὸν NOM.SG NEUT 5
μετρητικόν NOM.SG NEUT 1
μετρητικὸν ACC.SG NEUT 1
μετρητικῷ DAT.SG NEUT 1
μετρητικὰ NOM.PL NEUT 4
μετρητικά NOM.PL NEUT 2