καταποντιστής NOUN

Count: 31

ShortDef

one who throws into the sea

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταποντιστής)
LSJ (καταποντιστής)
Middle Liddell (καταποντιστής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καταποντιστής (VERB) 3
καταποντιστής (ADJ) 1

Form List

form parse count
καταποντιστὴς NOM.SG MASC 2
καταποντιστήν ACC.SG MASC 1
καταποντισταὶ NOM.PL MASC 3
καταποντισταί NOM.PL MASC 1
καταποντιστὰς ACC.PL MASC 9
καταποντιστῶν GEN.PL MASC 12
καταποντιϲτῶν GEN.PL MASC 1
καταποντισταῖς DAT.PL MASC 2