ἀσκληπιός ADJ
Count: 25
ShortDef
Asclepius
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (Ἀσκληπιός)
LSJ (Ἀσκληπιός)
Cunliffe (Hompers) (Ἀσκληπιός)
Middle Liddell (Ἀσκληπιός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀσκληπιός
(NOUN)
607
ἀσκληπίος
(NOUN)
12
ἀσκλήπιος
(NOUN)
6
ασκληπιος
(ADJ)
4
ἀσκλήπιος
(ADJ)
1
̓ασκληπιός
(NOUN)
1
ἀσκληπίος
(ADJ)
1
ασκληπιος
(NOUN)
1
ασκληπιός
(NOUN)
1