κατάφρακτος ADJ

Count: 96

ShortDef

shut up, confined

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάφρακτος)
LSJ (κατάφρακτος)
Lexicon Thucydideum (κατάφρακτος)
Middle Liddell (κατάφρακτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατάφρακτος (NOUN) 5

Form List

form parse count
κατάφαρκτος NOM.SG MASC 1
κατάφρακτός NOM.SG MASC 1
κατάφρακτος NOM.SG MASC 1
κατάφρακτον ACC.SG MASC 2
κατάφρακτοι NOM.PL MASC 12
καταφράκτους ACC.PL MASC 12
καταφράκτουϲ ACC.PL MASC 1
καταφράκτων GEN.PL MASC 10
καταφράκτοις DAT.PL MASC 4
κατάφρακτος NOM.SG FEM 7
κατάφρακτός NOM.SG FEM 1
κατάφρακτον ACC.SG FEM 5
καταφράκτου GEN.SG FEM 1
κατάφρακτοι NOM.PL FEM 3
καταφράκτους ACC.PL FEM 13
καταφράκτων GEN.PL FEM 6
καταφράκτοις DAT.PL FEM 8
κατάφρακτον NOM.SG NEUT 1
κατάφρακτα NOM.PL NEUT 1
κατάφρακτα ACC.PL NEUT 2
κατάφαρκτα ACC.PL NEUT 1
καταφράκτων GEN.PL NEUT 3