σύμμικτος ADJ

Count: 150

ShortDef

commingled, promiscuous

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σύμμικτος)
LSJ (σύμμικτος)
Lexicon Thucydideum (σύμμικτος)
Middle Liddell (σύμμικτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

σύμμικτος (NOUN) 7
σύμμικτος (VERB) 1
συμμικτός (ADJ) 1

Form List

form parse count
σύμμικτος NOM.SG MASC 9
σύμμικτός NOM.SG MASC 2
σύμμικτον ACC.SG MASC 5
σύμμικτόν ACC.SG MASC 3
ϲύμμικτον ACC.SG MASC 1
συμμίκτου GEN.SG MASC 2
συμμίκτῳ DAT.SG MASC 1
σύμμικτοι NOM.PL MASC 5
σύμμικτοί NOM.PL MASC 4
ϲύμμικτοί NOM.PL MASC 1
συμμίκτους ACC.PL MASC 8
ξυμμείκτους ACC.PL MASC 1
συμμίκτων GEN.PL MASC 7
συμμείκτοις DAT.PL MASC 1
Συμμίκτοις DAT.PL MASC 1
ξυμμείκτοις DAT.PL MASC 1
σύμμικτος NOM.SG FEM 11
σύμμικτός NOM.SG FEM 1
σύμμικτον ACC.SG FEM 5
σύμμικτόν ACC.SG FEM 2
συμμίκτον ACC.SG FEM 1
ϲύμμικτον ACC.SG FEM 1
ϲύμμικτόν ACC.SG FEM 1
συμμίκτου GEN.SG FEM 3
σύμμικτοι NOM.PL FEM 2
συμμίκτους ACC.PL FEM 2
συμμίκτων GEN.PL FEM 1
σύμμικτον NOM.SG NEUT 6
σύμμικτόν NOM.SG NEUT 1
συμπλεκτόν NOM.SG NEUT 1
σύμμικτον ACC.SG NEUT 13
σύμμικτόν ACC.SG NEUT 1
συμμίκτου GEN.SG NEUT 2
συμμίκτῳ DAT.SG NEUT 3
σύμμικτα NOM.PL NEUT 5
σύμμικτά NOM.PL NEUT 3
σύμφυρτα NOM.PL NEUT 1
συνμέτοχα NOM.PL NEUT 1
σύμμικτα ACC.PL NEUT 11
ϲύμμικτα ACC.PL NEUT 5
σύμμικτά ACC.PL NEUT 2
συμμίκτων GEN.PL NEUT 4
συμμίκτοις DAT.PL NEUT 7
Συμμίκτοις DAT.PL NEUT 1
ξυμμείκτοις DAT.PL NEUT 1