δικαιοπράγημα NOUN

Count: 19

ShortDef

a just or righteous action

Dictionaries

LSJ (δικαιοπράγημα)
Middle Liddell (δικαιοπράγημα)

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 16
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 19 [] []  

Form List

form parse count
δικαιοπράγημα NOM.SG NEUT 14
δικαιοπράγημά NOM.SG NEUT 2
δικαιοπράγημα ACC.SG NEUT 2
δικαιοπράγημά ACC.SG NEUT 1