βαρβαρισμός NOUN

Count: 56

ShortDef

barbarism

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βαρβαρισμός)
LSJ (βαρβαρισμός)
Middle Liddell (βαρβαρισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

βαρβαρισμός (ADJ) 1

Form List

form parse count
Βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC 15
βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC 8
βαρβαρισμός NOM.SG MASC 7
Βαρβαρισμός NOM.SG MASC 3
βαρβαριϲμὸϲ NOM.SG MASC 2
βαρβαριϲμόϲ NOM.SG MASC 1
βαρβαρισμὸν ACC.SG MASC 4
Βαρβαρισμὸν ACC.SG MASC 1
βαρβαρισμόν ACC.SG MASC 1
βαρβαρισμοῦ GEN.SG MASC 3
Βαρβαρισμοῦ GEN.SG MASC 2
ΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΥ GEN.SG MASC 2
βαρβαρισμῷ DAT.SG MASC 1
βαρβαρισμοὺς ACC.PL MASC 1
βαρβαρισμῶν GEN.PL MASC 1
βαρβαρισμοῖς DAT.PL MASC 1
Βαρβαρισμός NOM.SG FEM 1
Βαρβαρισμὸς NOM.SG FEM 1
βαρβαρισμούς ACC.PL FEM 1