δοξαστικός ADJ

Count: 97

ShortDef

forming opinions, conjecturing

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δοξαστικός)
LSJ (δοξαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δοξαστικός (ADV) 11
δοξαστικός (ART) 1

Form List

form parse count
δοξαστικὸς NOM.SG MASC 8
δοξαστικός NOM.SG MASC 2
δοξαστικὸν ACC.SG MASC 2
δοξαστικόν ACC.SG MASC 2
δοξαστικοῦ GEN.SG MASC 1
δοξαστικῷ DAT.SG MASC 3
δοξαστικοί NOM.PL MASC 1
δοξαστικῶν GEN.PL MASC 3
δοξαστική NOM.SG FEM 8
δοξαστικὴ NOM.SG FEM 7
δοξαστικὴν ACC.SG FEM 11
δοξαστικήν ACC.SG FEM 2
δοξαστικῆς GEN.SG FEM 15
δοξαστικῇ DAT.SG FEM 1
δοξαστικὰς ACC.PL FEM 1
δοξαστικοὺς ACC.PL FEM 1
δοξαστικαῖς DAT.PL FEM 1
δοξαστικόν NOM.SG NEUT 5
δοξαστικὸν NOM.SG NEUT 5
δοξαστικόν ACC.SG NEUT 3
δοξαστικὸν ACC.SG NEUT 2
δοξαστικοῦ GEN.SG NEUT 11
δοξαστικῷ DAT.SG NEUT 1
δοξαστικῶν GEN.PL NEUT 1