περιτείχισμα NOUN

Count: 41

ShortDef

a wall of circumvallation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιτείχισμα)
LSJ (περιτείχισμα)
Lexicon Thucydideum (περιτείχισμα)
Middle Liddell (περιτείχισμα)

Form List

form parse count
περιτείχισμα NOM.SG NEUT 2
περιτείχισμα ACC.SG NEUT 15
περιτειχίσματος GEN.SG NEUT 12
περιτειχίσματι DAT.SG NEUT 9
περιτειχισμάτων GEN.PL NEUT 2
περιτειχίσμασιν DAT.PL NEUT 1