διατείχισμα NOUN

Count: 45

ShortDef

a place walled off and fortified

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διατείχισμα)
LSJ (διατείχισμα)
Lexicon Thucydideum (διατείχισμα)
Middle Liddell (διατείχισμα)

Form List

form parse count
διατείχισμα NOM.SG NEUT 3
διατείχισμά NOM.SG NEUT 1
διατείχισμα ACC.SG NEUT 15
διατείχισμʼ ACC.SG NEUT 1
διατείχιϲμα ACC.SG NEUT 1
διατειχίσματος GEN.SG NEUT 12
διατειχίσματι DAT.SG NEUT 6
διατειχίσματα ACC.PL NEUT 3
διατειχισμάτων GEN.PL NEUT 1
διατειχίσμασιν DAT.PL NEUT 2