καταγέλαστος ADV

Count: 18

ShortDef

ridiculous, absurd

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταγέλαστος)
LSJ (καταγέλαστος)
Middle Liddell (καταγέλαστος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καταγέλαστος (ADJ) 380
καταγέλαστος (NOUN) 15
καταγέλαστος (VERB) 8

Form List

form parse count
καταγελάστως INDECL 16
καταγελάϲτωϲ INDECL 1
καταγελάστως @@@ -------c 1