ἀπόρρητος ADV

Count: 27

ShortDef

forbidden, secret

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπόρρητος)
LSJ (ἀπόρρητος)
Anabasis Mather (ἀπόρρητος)
Middle Liddell (ἀπόρρητος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπόρρητος (ADJ) 1,368
ἀπόρρητος (NOUN) 95
ἀπόρρητος (VERB) 28
ἀπορρητος (ADJ) 1
ἀπόρρητος (PRONOUN) 1
ἀπορρητος (NOUN) 1
ἀπόρρητος (x-) 1
ἀπόῤῥητος (ADJ) 1

Form List

form parse count
ἀπορρήτως INDECL 17
ἀποῤῥήτως INDECL 8
ἀπόῤῥητα INDECL 1
ἀποῤῥητότερον @@@ -------c 1