κατάχρησις NOUN

Count: 40

ShortDef

excessive use

Dictionaries

LSJ (κατάχρησις)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατάχρῆσις (NOUN) 9
κατάχρησις (VERB) 2
κατάχρῆσις (ADJ) 1
καταχρησις (ADV) 1
κατάχρησις (NOUN) 3

Form List

form parse count
κατάχρησις NOM.SG FEM 17
Κατάχρησίς NOM.SG FEM 2
κατάχρησιν ACC.SG FEM 4
καταχρήσεως GEN.SG FEM 11
καταχρήσεις NOM.PL FEM 3
καταχρήσεις ACC.PL FEM 2
καταχρήσεσι DAT.PL FEM 1