στοχαστικός ADJ

Count: 111

ShortDef

skilful in aiming at, able to hit

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στοχαστικός)
LSJ (στοχαστικός)
Middle Liddell (στοχαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στοχαστικός (ADV) 23
στοχαστικός (NOUN) 2

Form List

form parse count
στοχαστικός NOM.SG MASC 6
στοχαστικὸς NOM.SG MASC 4
στοχαστικὸν ACC.SG MASC 2
στοχαστικοῦ GEN.SG MASC 1
στοχαστικῷ DAT.SG MASC 1
στοχαστικοὶ NOM.PL MASC 1
στοχαστικῶν GEN.PL MASC 2
στοχαστικοῖς DAT.PL MASC 1
στοχαστικὴ NOM.SG FEM 17
στοχαστική NOM.SG FEM 9
στοχαστικὴν ACC.SG FEM 9
στοχαστικῆς GEN.SG FEM 7
στοχαστικαὶ NOM.PL FEM 7
στοχαστικαί NOM.PL FEM 5
στοχαστικὰς ACC.PL FEM 1
στοχαστικάς ACC.PL FEM 1
στοχαστικῶν GEN.PL FEM 5
στοχαστικαῖς DAT.PL FEM 4
στοχαστικὸν NOM.SG NEUT 9
στοχαστικόν NOM.SG NEUT 1
στοχαστικὸν ACC.SG NEUT 5
στοχαστικὸς ACC.SG NEUT 1
στοχαστικοῦ GEN.SG NEUT 2
στοχαστικὰ NOM.PL NEUT 2
στοχαστικὰ ACC.PL NEUT 1
στοχαστικῶν GEN.PL NEUT 5
στοχαστικώτερος COMP NOM.SG MASC 1
στοχαστικώτερον COMP ACC.SG NEUT 1