περιηγητής NOUN

Count: 47

ShortDef

one who guides strangers about and shews what is worth notice, a cicerone, showman

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιηγητής)
LSJ (περιηγητής)
Middle Liddell (περιηγητής)

Form List

form parse count
περιηγητὴς NOM.SG MASC 18
περιηγητής NOM.SG MASC 7
Περιηγητὴς NOM.SG MASC 4
Περιηγητὴϲ NOM.SG MASC 1
περιηγητὴϲ NOM.SG MASC 1
Περιηγητήϲ NOM.SG MASC 1
Περιηγητής NOM.SG MASC 1
περιηγητὴν ACC.SG MASC 1
Περιηγητοὺ GEN.SG MASC 1
περιηγητοῦ GEN.SG MASC 1
περιηγηταὶ NOM.PL MASC 4
περιηγητὰς ACC.PL MASC 3
περιηγητῶν GEN.PL MASC 4