καταφρονητής NOUN

Count: 60

ShortDef

a despiser

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταφρονητής)
LSJ (καταφρονητής)
Middle Liddell (καταφρονητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καταφρονητής (ADJ) 1
καταφρονητής (VERB) 2
καταφρονητής (PUNC) 1

Form List

form parse count
καταφρονητὴς NOM.SG MASC 6
καταφρονητής NOM.SG MASC 2
καταφρονητὴϲ NOM.SG MASC 1
καταφρονητὴν ACC.SG MASC 5
καταφρονητοῦ GEN.SG MASC 1
καταφρονηταὶ NOM.PL MASC 18
καταφρονηταί NOM.PL MASC 6
Καταφρονηταὶ NOM.PL MASC 1
καταφρονητὰς ACC.PL MASC 4
καταφρονητάς ACC.PL MASC 3
καταφρονητῶν GEN.PL MASC 1
καταφρονηταῖς DAT.PL MASC 4
καταφρονηταὶ VOC.PL MASC 4
καταφρονηταί VOC.PL MASC 4