πειραστικός ADJ

Count: 109

ShortDef

tentative

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πειραστικός)
LSJ (πειραστικός)
Middle Liddell (πειραστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πειραστικός (NOUN) 9
πειραστικός (ADV) 3

Form List

form parse count
πειραστικός NOM.SG MASC 16
πειραστικὸς NOM.SG MASC 13
πειραστικὸν ACC.SG MASC 7
πειραστικόν ACC.SG MASC 4
πειραστικοῦ GEN.SG MASC 4
πειραστικῷ DAT.SG MASC 2
πειραστικοὶ NOM.PL MASC 6
πειραστικοί NOM.PL MASC 3
πειραστικοὺς ACC.PL MASC 2
πειραστικῶν GEN.PL MASC 2
πειραστικὴ NOM.SG FEM 18
πειραστική NOM.SG FEM 14
πειραστικὴν ACC.SG FEM 4
πειραστικῆς GEN.SG FEM 4
πειραστικῇ DAT.SG FEM 1
πειραστικαῖς DAT.PL FEM 1
πειραστικόν NOM.SG NEUT 1
πειραστικὸν ACC.SG NEUT 1
πειραστικόν ACC.SG NEUT 1
πειραστικοῦ GEN.SG NEUT 2
πειραστικῶν GEN.PL NEUT 3