ἀμετανόητος ADJ

Count: 47

ShortDef

not to be repented of/regretted

Dictionaries

LSJ (ἀμετανόητος)
Middle Liddell (ἀμετανόητος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀμετανόητος (ADV) 2
ἀμετανόητος (VERB) 2
ἀμετανόητος (NOUN) 2

Form List

form parse count
ἀμετανόητος NOM.SG MASC 2
ἀμετανόητός NOM.SG MASC 1
ἀμετανόητον ACC.SG MASC 1
ἀμεταμελήτου GEN.SG MASC 1
ἀμεταπταίστου GEN.SG MASC 1
ἀμετανόητοι NOM.PL MASC 2
ἀμετανοήτους ACC.PL MASC 2
ἀμετανοήτοις DAT.PL MASC 1
ἀμετανόητος NOM.SG FEM 2
ἀμετανόητον ACC.SG FEM 19
ἀμετανόηταον ACC.SG FEM 1
ἀμετανόητόν ACC.SG FEM 1
ἀμετανοητον ACC.SG FEM 1
ἀμεταμελήτου GEN.SG FEM 1
ἀμεταβάτου GEN.SG FEM 1
ἀμεταπταίστους ACC.PL FEM 1
ἀμετανόητον NOM.SG NEUT 1
ἀμετανόητον ACC.SG NEUT 2
ἀμετανόητα NOM.PL NEUT 1
ἀμετα ACC.PL NEUT 2
ἀμετανόητα ACC.PL NEUT 1
ἀμετανοήτων GEN.PL NEUT 1
ἀμετανοήτοις DAT.PL NEUT 1