πολλαπλάσιος ADV

Count: 21

ShortDef

many times as many, many times more

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πολλαπλάσιος)
LSJ (πολλαπλάσιος)
Anabasis Mather (πολλαπλάσιος)
Lexicon Thucydideum (πολλαπλάσιος)
Middle Liddell (πολλαπλάσιος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πολλαπλάσιος (ADJ) 871
πολλαπλάσιος (NOUN) 23
πολλαπλασιος (ADV) 1
πολλαπλασιος (ADJ) 1

Form List

form parse count
πολλαπλασίως INDECL 19
πολλαπλασίω INDECL 2