καταρράκτης NOUN

Count: 69

ShortDef

down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταρράκτης)
LSJ (καταρράκτης)
Middle Liddell (καταρράκτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καταρράκτης (VERB) 2
καταρράκτης (ADJ) 2

Form List

form parse count
καταρράκτης NOM.SG MASC 6
καταρράκτηϲ NOM.SG MASC 1
καταρράκτην ACC.SG MASC 15
Καταρράκτην ACC.SG MASC 1
καταρράκτῃ DAT.SG MASC 2
καταρράκται NOM.PL MASC 7
Καταρράκται NOM.PL MASC 1
καταρράκτας ACC.PL MASC 19
Καταρράκτας ACC.PL MASC 2
καταῤῥάκτας ACC.PL MASC 1
καταρράκταϲ ACC.PL MASC 1
καταρράκταις DAT.PL MASC 3
Καταρράκταις DAT.PL MASC 1
καταρράκτης NOM.SG FEM 1
καταρράκτη NOM.SG FEM 1
καταρράκτην ACC.SG FEM 1
Καταρράκτην ACC.SG FEM 1
Καταρράκτης GEN.SG FEM 1
καταρράκτῃ DAT.SG FEM 1
καταρράκτας ACC.PL FEM 2
καταρράκταις DAT.PL FEM 1