σταλαγμός NOUN

Count: 99

ShortDef

a dropping, dripping

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σταλαγμός)
LSJ (σταλαγμός)
Middle Liddell (σταλαγμός)

Form List

form parse count
σταλαγμὸς NOM.SG MASC 10
σταλαγμός NOM.SG MASC 3
σταλαγμούς NOM.SG MASC 1
σταλαγμὸν ACC.SG MASC 20
σταλαγμόν ACC.SG MASC 4
σταλαγμοῦ GEN.SG MASC 4
σταλαγμῷ DAT.SG MASC 2
σταλαγμοὶ NOM.PL MASC 16
σταλαγμοί NOM.PL MASC 5
σταλαγμοὺς ACC.PL MASC 11
σταλαγμούς ACC.PL MASC 4
σταλαγμοὐς ACC.PL MASC 1
σταλαγμῶν GEN.PL MASC 12
σταλαγμοῖς DAT.PL MASC 6