διάρροια NOUN

Count: 39

ShortDef

diarrhoea

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάρροια)
LSJ (διάρροια)
Lexicon Thucydideum (διάρροια)
Middle Liddell (διάρροια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διάῤῥοια (NOUN) 81
διάῤῥοια (ADJ) 6
διαρροία (NOUN) 7
διάρροια (ADJ) 4
διαρροιά (NOUN) 1
διάῤῥοια (VERB) 2
διάρροια (VERB) 2
διαρροία (ADJ) 1
διαρροιά (ADJ) 1
διάρροια (NOUN) 1

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 9
ACC 7
GEN 20
DAT
VOC
TOTAL 36 [] []  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL [] [] 3  

Form List

form parse count
διάρροια NOM.SG FEM 7
Διάρροια NOM.SG FEM 1
διάρροιά NOM.SG FEM 1
διάρροιαν ACC.SG FEM 7
διαῤῥοίης GEN.SG FEM 20
διάρροια NOM.PL NEUT 2
διάρροια ACC.PL NEUT 1