ἀκοινώνητος ADJ

Count: 144

ShortDef

having no share of/in

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀκοινώνητος)
LSJ (ἀκοινώνητος)
Middle Liddell (ἀκοινώνητος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀκοινώνητος (NOUN) 1
ἀκοινωνητός (ADJ) 2

Form List

form parse count
ἀκοινώνητος NOM.SG MASC 20
ἀκοινώνητοϲ NOM.SG MASC 1
ἀκοινώνητον ACC.SG MASC 19
ἀκοινώνητοι NOM.PL MASC 6
ακοινώνητοί NOM.PL MASC 1
ἀκοινωνήτους ACC.PL MASC 11
ἀδιαλλάκτουϲ ACC.PL MASC 3
ἀδιαλλάκτους ACC.PL MASC 2
ἀκοινωνήτων GEN.PL MASC 3
ἀκοινώνητος NOM.SG FEM 6
ἀκοινώνητον ACC.SG FEM 12
ἀκοινὠνητον ACC.SG FEM 1
ἀκοινωνήτουϲ ACC.PL FEM 1
ἀκοινωνήτους ACC.PL FEM 1
ἀκοινωνήτων GEN.PL FEM 2
ἀκοινώνητον NOM.SG NEUT 15
ἀκοινώνητόν NOM.SG NEUT 3
ἀκοινώνητον ACC.SG NEUT 15
ἀκοινώνητόν ACC.SG NEUT 1
ἀκοινώνητα NOM.PL NEUT 6
ἀξύμφυτα NOM.PL NEUT 1
ἀκοινώνητα ACC.PL NEUT 10
ἀκοινωνήτων GEN.PL NEUT 3
ἀκοινωνήτοις DAT.PL NEUT 1